- ἀρχιεπίσκοπος
- ἀρχιεπίσκοπος, ὁ,A archbishop, Just.Nov.3.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχιεπίσκοπος — archbishop masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιεπίσκοπος — Ο πρώτος των επισκόπων. Ο διοικητικός αυτός εκκλησιαστικός τίτλος εμφανίστηκε τον 4ο αι. Στη Δύση χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τον 6o αι. Μετά τον 5o αι. ο τίτλος χρησιμοποιείται για να δηλώσει και τον επίσκοπο που έχει διοικητική ανεξαρτησία από… … Dictionary of Greek
αρχιεπίσκοπος — ο 1. ο προϊστάμενος των επισκόπων μιας περιοχής: Παλιότερα σε ορισμένες περιοχές υπήρχαν αρχιεπίσκοποι. 2. τίτλος του αρχηγού της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας που εδρεύει στην Αθήνα: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιεπισκόποις — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεπισκόπου — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεπισκόπους — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεπισκόπων — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεπισκόπῳ — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεπίσκοποι — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεπίσκοπον — ἀρχιεπίσκοπος archbishop masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste der lateinischen Erzbischöfe von Patras — Die folgenden Personen waren Römisch Katholische Erzbischöfe bzw. Titularerzbischöfe in Patras: Inhaltsverzeichnis 1 Bischöfe 2 Titularerzbischöfe 3 Literatur 4 … Deutsch Wikipedia